συνέλκειν

συνέλκειν
συνέλκω
draw together
pres inf act (attic epic)

Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.

Игры ⚽ Поможем написать реферат

Look at other dictionaries:

  • συνέλκω — ΝΜΑ έλκω προς μία κατεύθυνση πολλά πράγματα συγχρόνως αρχ. 1. συστέλλω, μαζεύω («ὅτε εἰς αὑτὴν ἡ μήτρα συνέλκεται», Σωρ.) 2. μτφ. τραβώ προς το μέρος μου, παρασύρω 3. βοηθώ στο να οδηγηθεί κάποιος κάπου («συνέλκειν τοὺς νεκροὺς εἴσω φάλαγγος»,… …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”